υδρογεωλογία

υδρογεωλογία
η
τμήμα της γεωλογίας που ασχολείται με την ανεύρεση και άντληση των υπόγειων νερών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδρογεωλογία — Τομέας της γεωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των υπόγειων νερών, την ανεύρεση, την κίνηση, την άντλησή τους κλπ. Η υ. είναι σχετικά νέα επιστήμη, αναπτύχθηκε από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • υδρογεωλογικός — ή, ό, Ν [υδρογεωλογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογεωλογία ή στον υδρογεωλόγο …   Dictionary of Greek

  • γεωυδρολογία — η η υδρογεωλογία …   Dictionary of Greek

  • διαπερατότητα — Η ιδιότητα ενός σώματος να διαπερνάται από το νερό. Η ιδιότητα αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στη γεωργία, στην εφαρμοσμένη γεωλογία και στη φυσική (μαγνητική δ.). (Γεωλ.) Διαπερατά πετρώματα θεωρούνται αυτά που επιτρέπουν τη διέλευση του νερού μέσα …   Dictionary of Greek

  • υδρογεωλόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην υδρογεωλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γεωλόγος] …   Dictionary of Greek

  • υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… …   Dictionary of Greek

  • υδρογεωλογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογεωλογία ή στον υδρογεωλόγο (βλ. λλ.): Υδρογεωλογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρογεωλόγος — ο επιστήμονας που ασχολείται με την υδρογεωλογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”